-
1 κατά-θεσις
κατά-θεσις, ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.
-
2 ἀπο-σῡρίζω
ἀπο-σῡρίζω ( συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.
-
3 αμφιχαιτος
-
4 αποσυριζω
1) свистеть, посвистывать HH. -
5 εκκλαω
отламывать(τὰ παλαιὰ τοῦ σώματος μέρη ἐκκέκλασται Plat.; τῶν κλάδων τινὲς ἐξεκλάσθησαν NT.)
τὸ θράσος ἐκκέκλασται Plut. — мужество сломлено -
6 καταθεσις
-
7 ἀκρεμών
A bough, branch, Thphr.HP1.1.9;οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38
, cf. Simon.183, E.Cyc. 455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρεμών
-
8 στέφω
στέφω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to surround closely, to enclose tightly, to encase, to wreathe, to honour (with libations)' (for it, esp in prose, often στεφανόω).Other forms: Aor. στέψαι, - ασθαι (Il.), pass. στεφθῆναι, fut. στέψω, - ομαι, perf. ἔστεμμαι (IA.; ἐστεθμένος Miletos VIa; cf. στέθματα below).Compounds: Also w. περι-, ἐπι-, κατα- a.o. As 2. member a.o. in χρυσο-στεφής `consisting of a golden garland' (S.), but most verbal, e.g. καταστεφ-ής `wreathed' (: κατα-στέφω, S., A. R.).Derivatives: 1. στέφος n. `wreath, garland' (Emp., trag., late prose), metaph. `honouring libation' (A. Oh. 95); 2. στέμμα, most pl. - ατα n. `band, wreath' (Il.), also as ornament of Rom. figures or ancestors, `family tree' (Plu., Sen., Plin.), `guild' (late inscr.) with - ματίας surn. of Apollon (Paus.), - ματιαῖον meaning uncertain (H., AB), - ματόω `to wreathe' (E.); on the byform στέθματα τὰ στέμματα H. s. Schwyzer 317 Zus. 1 (w. lit.). 3. στέψις f. `the wreathing' (pap. IIIp). 4. στεπτικόν n. `wreath-money, -toll' (pap. IIIp). 5. στεπτήρια στέμματα, α οἱ ἱέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον H.; Στεπτήριον n. name of a Delphic feast (Plu.). 6. στεφών m. `summit' (Ephesos IIIa), = ὑψηλός, ἀπόκρημνος H.; after κολοφών a.o. -- 7. στεφάνη f. `fillet, edge of a helmet' also `helmet' (Trümpy Fachausdrücke 43. also Hainsworth JHSt. 78, 52), `edge of a rock, wall-pinnacle' (esp. ep. poet. Il., also hell. a. late prose). 8. στέφανος m. `wreath, frame, wreath of victory or honour, honour' (since Ν 736) with several derivv.: - ιον, - ίσκος, - ίς, - ικός, - ιαῖος. - ίτης, - ιτικός, - ίζω, - ίξαι; esp. - όομαι, - όω, also w. περι- a.o., `to form a wreath, to wreathe, to crown, to decorate, to honour' (Il.), from where - ωμα, - ωματικός, - ωσις, - ωτής. - ωτίς and - ωτρίς (Fraenkel Nom. ag. 1, 164), - ωτικός.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As the basic meaning of στέφω, from which all other formations ar serived, clearly is `closely, fest surrounded, enclosed', there is no reason not to connect, Skt. stabhnā́ti, perf. tastámbha `make fest, hold fest, support, stiffen, stem', as already appears from πύκα `close, fest', πυκάζω `make fest, enclose narrowly', ἄμ-πυξ (and Av. pusā) `band of the forehead, diadem' [but see s.v.]. Of the many further representatives of this great and difficult to limit wordgroup may only still be mentioned Skt. stambha- m. `making fest, stem, support, post, pillar', Lith. stam̃bas `stump, stalk of a plant', Latv. stabs `pillar', Germ. e.g. OHG stabēn `be fixed, stiff' (Eastfris. staf `stiff, lame'), OWNo. stefja `stem', OHG stab, OWNo. stafr `staff'; IE * stebh-, stembh- (WP. 2, 623ff., Pok. 1011 ff.). -- As Skt. stambha- can also mean `bumptiousness, pretentious being', the question has arisen, whether also στόμφος `bombastic, highflown speech' belongs here; cf. on στέμβω. With stabhnā́ti etc. are often connected στέμβω [wrongly, s.v.], ἀστεμφής etc. assuming a meaning complex `press, stamp, stem, support, post etc.' (s. WP. and Pok. l. c.), a combination, which goes beyond what can be proven. -- Diff. on στέφω, στέφανος Lidén Streitberg-Festgabe 224ff.: to NPers. tāǰ `corona, diadema regium', Arm. t`ag `id.', ev. also to Osset. multiplicative suffix - daɣ (W. Oss. dudaɣ) with a basic meaning `wind, wrap, fold'; would be IE *( s)tegʷʰ-. == Frisk's discussion is completely dated. It is hampered by Pok. 1011, where (* stebh-. * stembh- and * step- are conbined; this is impossible in IE, so the grouping can best be completely dismissed (presence beside absence of a nasal is impossible, as is bh\/b\/p.) Skt. stabhná̄ti has a root * stembhH-\/*stm̥bhH-, which cannot give Gr. στεφ-, not στεμβ-. It might be found in ἀστεμφής. = σταφυλή and στέμφυλον are a Pre-Greek group and have nothing to do with IE. = The argumentation around ἄμπυξ (s.v.) can better be abandoned. = For στέφω one expects *stebh- (without nasal), but no such root has been found; the Geranic words for `staff (Stab)' have a quite diff. meaning. = So στέφω has no etym.Page in Frisk: 2,794-795Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέφω
-
9 κατακαυχάομαι
κατακαυχάομαι 2 sg. κατακαυχᾶσαι; fut. 3 pl. κατακαυχήσονται Zech 10:12 (Jer 27:11, 38; grave ins of Asia Minor: SBBerlAk ’32, p. 855 κατακαυχᾶσθαι κατά τινος of a gladiator over his defeated foe).① to boast at the expense of another, boast against, exult over τινός someone or someth. τῶν κλάδων the branches Ro 11:18a.—Abs. boast, brag Ro 11:18b; Js 3:14; 4:16 v.l. (for καυχᾶσθε).② to have a cause for boasting because of advantage in power, triumph over τινός (Rhet. Gr. I 551, 13; 589, 23; Constan. Manasses 1, 59 Hercher; Psellus p. 183, 3 τῆς φύσεως κατεκαυχήσατο) κ. ἔλεος κρίσεως mercy triumphs over judgment Js 2:13.—DELG s.v. καυχάομαι. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατακαυχάομαι
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
Κίρχοφ, Γκούσταφ Ρόμπερτ — (Gustav Robert Kirchhoff, Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ] 1824 – Βερολίνο 1887). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, με τον φυσικό Νόιμαν και τον μαθηματικό Γιάκομπι. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek